Combined Search
| 4 items total [1 - 4] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανάβλεμμα το· ανάβλεμμαν· ανάμπλεμμα, (Πανώρ. B´ 408 κριτ. υπ).
-
- Kοίταγμα, βλέμμα:
- το γλυκύ σου ανάβλεμμα (Πανώρ. B´ 408)·
- λυπητερά τ’ ανάβλεμμα σηκώνει (Eρωτόκρ. E´ 338).
[αρχ. ουσ. ανάβλεμμα. Η λ. και ο τ. ανάμπλεμμα και σήμ. ιδιωμ.]
- Kοίταγμα, βλέμμα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάβλεμμα [anávlema] το, gen αναβλεμμάτου, pl αναβλέμματα (region. [I
- onIsl, Peloponn, Crete, Dodec etc] & lit)
- ① glance, look, stare (syn βλέμμα, ματιά, κοίταγμα):
- μ' ένα ταχύ ~ |
- άχρωμο κι αδιάφορο ~ |
- ~ χρυσό |
- ολόφωτο ~ |
- ~ νοητικό |
- θολό, βαρύ, φοβερό, τραγικό ~ |
- αγάπησε την πόλη με το πρώτο ~ |
- με το πρώτο ~ του ηλιού (Karkavitsas) |
- σκιάζεται το ~ του αφέντη του |
- αϊτήσιο ~ eagle glances |
- σφάζει τον άνθρωπο με τ' ανάβλεμμά της |
- το ανάβλεμμά της ήτανε στοχαστικό και βαθύ (LAkritas) |
- το κεφάλι ... με ελαφρό ~ προς τα πάνω (Karouzou) |
- στην άλλη εικόνα το ~ ξεμακραίνει, φεύγει πέρα (id.) |
- folks. κ' η κόρη με τ' ~ σέρνει τα παλληκάρια (Theros) |
- με λάβωσε σα σαϊτιά, κερά, τ' ανάβλεμμά σου (1st line of distich) |
- poem εδώ απελάτες χάνονται και σφάζονται κουρσάροι | για το φιλί της Mαξιμώς και για τ' ανάβλεμμά της (Palam) |
- τ' ανάβλεμμά της χάιδεμα της νιότης, | η φωνή της ρυθμός του τραγουδιού (id.) |
- και το άγριο βουβαλήσιο ~ του αντραλεμένου αφέντη (Kazantz Od 12.122) |
- ... κ' οι γέροι αναθιβάναν | το διώγμα του, το γαύρο ~, το σείσμα του κορμιού του (ib 1.994) |
- ... τέτοια σιωπή, | κ' η θλίψη εκείνη του σβηστού σχεδόν αναβλεμμάτου (Malakasis) |
- αναβλέμματα άγρια ρίχτουν | και σαν τα θεριά θωριούνται (Skipis)
- ② appearance (syn εμφάνιση, όψη):
- το ~ του μαργαριταριού |
- τη χλωμάδα εκείνη που δεν είναι πια τ' ~ του μαργαριταριού, παρά του πάθους (Terzakis)
[fr MG ανάβλεμμα ← K, AG ἀνάβλεμμα, der of ἀναβλέπω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αναβλεμματίζω.
-
- 1) Σηκώνω το βλέμμα μου:
- η κόρη ανεβλεμμάτισεν και είδεν επάνω κάτω (Aχιλλ. L 1321).
- 2) Kοιτάζω:
- (Προδρ. IV 466).
[<ουσ. ανάβλεμμα + κατάλ. ‑ίζω]
- 1) Σηκώνω το βλέμμα μου:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναβλεμματίζω [anavlematízo] ipf αναβλεμμάτιζα, aor αναβλεμμάτισα, subj αναβλεμματίσω, ppp αναβλεμματισμένος, intr & trans
- gaze steadfastly, stare at (syn L ατενίζω):
- αναβλεμμάτισε ψηλά (Prevelakis) |
- η γυναίκα κάθισε ... και μίλησε χωρίς ν' αναβλεμματίση (id.) |
- το σκυλί αναβλεμμάτιζε στην όψη της κλαημένο (id.) |
- καθώς με αναβλεμμάτιζε κάθε τόσο, ήταν σα να με σαΐτευαν με φαρμακερά βέλη (Sfakianakis) |
- πού να κοτήση ν' αναβλεμματίση κανείς (Vlami) |
- ο γούμενος ο Γαβριήλ με το δαυλό μπρος στα μπαρουτοβάρελα είχε αναβλεμματισμένα τα μάτια του κ' ήταν έτοιμος να βάλη τη φωτιά (Prevelakis)
[fr MG αναβλεμματίζω (Prodr), der of ανάβλεμμα]
- gaze steadfastly, stare at (syn L ατενίζω):



