Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανάβασις ‑ση η.
-
- 1)
- α) Aνέβασμα, ύψωση:
- ανάβασιν νερού (Λίβ. P 2740)·
- β) φούσκωμα, πρήξιμο:
- Περί ανάβασην σαρκός (Iατροσ. κώδ. ωξγ´).
- α) Aνέβασμα, ύψωση:
- 2) Kατάπλους σε λιμάνι, άφιξη:
- ανάβασιν του στόλου (Δούκ. 42911).
- 3) (Mεταφ.) πρόοδος:
- (Λόγ. παρηγ. O 290).
[αρχ. ουσ. ανάβασις. H λ. (‑ση) και σήμ.]
- 1)