Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανάβαλος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ανάβαλος [anávalos] ο,
  • submarine spring (syn υποθαλάσσια πηγή)

[perh fr ανάβολος, der of αναβολή dial 'place of a fountain' w. -α- after αναβάλλουσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες