Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανάβαθος, επίθ.
-
- Που δεν έχει πολύ βάθος, αβαθής:
- ποταμός … ανάβαθος (Kορων., Mπούας 43)·
- ανάβαθα νερά (Eρωτόκρ. E´ 1528).
[<στερ. ανα‑ + ουσ. βάθος. H λ. και σήμ.]
- Που δεν έχει πολύ βάθος, αβαθής:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανάβαθος -η -ο [anávaθos] Ε5 : που δεν έχει μεγάλο ή αρκετό βάθος· ρηχός, άβαθος: Aνάβαθη θάλασσα. Aνάβαθα νερά.
ανάβαθα ΕΠIΡΡ. [ανα- (δες α- 1) βάθ(ος) -ος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάβαθος, -η, -ο [anávaθos]
- Ⓐ lit
- ① not deep, shallow (syn αβαθής, άβαθος, ρηχός):
- ανάβαθο ποτάμι, ανάβαθο ρέμα |
- ένα ανάβαθο ρυακάκι ακούστηκε ξάφνου σ' ένα σταθμό να κακαρίζη από πέτρα σε πέτρα (Kazantz) |
- ανάβαθο πηγάδι |
- ανάβαθη λίμνη |
- ανάβαθη θάλασσα |
- synecd ανάβαθα νερά |
- ανάβαθη λεκάνη, ανάβαθο πιάτο |
- ανοιχτά και ανάβαθα αγγεία |
- στο αριστερό χέρι κρατεί ένα στρογγυλό ανάβαθο δοχείο με καρπούς μέσα (Karouzos)
- ② not deep, slight (syn ελαφρός):
- κάτι ανάβαθες κοιλότητες (στο άγαλμα) αντιστοιχούν στην κυρτή ράχη κάθε πτυχής (Bakalakis) |
- ο χώρος που πιάνει στο ανάγλυφο η σύνθεση είναι σαν μια πολύ ανάβαθη σκηνή θεάτρου, όπου η κύρια μορφή κάθεται κάπως στενόχωρα (Karouzos) |
- ~ ώμος, ένα αρχαϊκό κατάλοιπο (Karouzou) |
- το τοξωτό προσκυνητάριο του νότιου πεσσού είναι ανάβαθο σκάλισμα με σχηματοποιημένο κλαδί (MChatzidakis) |
- τα δυο κομμάτια της ίσιας γραμμής του τραπεζίου της ηβικής λάχνης ανεβαίνουν με πολύ ανάβαθη καμπύλη προς το κέντρο (Karouzos) |
- οι "κλείδες" του Aριστοδίκου ξεκινούν κολλητά σχεδόν από τη σφαγή στη ρίζα του λαιμού και πηγαίνουν με ανάβαθους κυματισμούς ως τους ώμους (id.)
- Ⓑ fig
- ③ empty, void of content, shallow, meaningless:
- τη βαθύτερη σιωπή τη ζης, την ανάβαθη μουγγαμάρα τη φεύγεις (HApostolidis) |
- κι αν έκανες συχνά πως θύμωνες, ανάβαθη ήταν φουρτούνα ο θυμός στο πρόσωπό σου (Kazantz) |
- πολλά ανάβαθη μου φάνταζε όλη ετούτη η ευθυμία, πολλά κοκορόμυαλη, αντίθετη προς τις βαθιές μου ανάγκες (id.) |
- ο Mαυροκορδάτος θεωρούσε επιπόλαια κι ανάβαθα τα παράτολμα επεκτατικά όνειρα για το λαό (Bastias) |
- μήπως το έργο του έδειχνε πιο ανάβαθο, πιο πλατειαστικό; (Chatzinis)
- ④ not deep, uncritical, superficial (syn άκριτος, επιπόλαιος, ρηχός):
- ανάβαθο μυαλό |
- πολυλογάς κι ~ |
- θα καταλήγαμε στην πιο ανάβαθη και φτηνή κρίση (Andronikos) |
- με τη λέξη "ρασοτυλιμένος" η έκφραση γίνεται ολότελα ανάβαθη και εξωτερική (Apostolakis)
[fr LMG ανάβαθος, this in turn fr αν-άβαθος: άβαθος; s. pref ανα-1]



