Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάβαθα1 [anávaθa] adv
- ① not deep down, shallow (adv) (syn άβαθα, ρηχά, ant βαθιά):
- δεν είχαμε πολύ χώμα, τους παραχώναμε ~ κι άρχισε η βρώμα, είπε ο στρατιώτης (Kazantz)
- ② in shallow measure, uncritically, superficially (syn επιπόλαια):
- γράφει ~ he wrote without deeper notions |
- σκέφτεσαι πολύ ~ |
- κάτι άγγιξε, μα επιπόλαια, ~ (Xenop)
[der of ανάβαθος, q.v.]
- ① not deep down, shallow (adv) (syn άβαθα, ρηχά, ant βαθιά):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάβαθα2 [anávaθa] τα,
- shallow waters (syn άβαθα νερά, ανάβαθα νερά, τα αβαθή, τα ρηχά):
- κολυμπήσαμε στ' ~ |
- ψαρεύει στ' ~
[substantiv. n pl of ανάβαθος by ellipsis fr LMG ανάβαθα νερά (Erotokr)]
- shallow waters (syn άβαθα νερά, ανάβαθα νερά, τα αβαθή, τα ρηχά):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναβαθαίνω [anavaθéno] aor αναβάθυνα, subj αναβαθύνω
- ① trans dig or make sth shallow (syn ρηχεύω, ant βαθαίνω):
- αναβάθυνα το λάκκο
- ② intr become shallow (syn ρηχεύω):
- τα πηγάδια αναβάθυναν
[der of ανάβαθος]
- ① trans dig or make sth shallow (syn ρηχεύω, ant βαθαίνω):



