Παράλληλη αναζήτηση
| 70 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ανάβα το· ανέβα· ανήβα.
-
- 1) Aνέβασμα·
- (σε παροιμία):
- τούτο το ανάβα το γοργόν έχει και οξύν κατάβαν (Γλυκά, Στ. 363).
- (σε παροιμία):
- 2) Aνήφορος:
- (Xρον. Mορ. P 5373).
[βʹ εν. πρόσ. προστ. αορ. του αναβαίνω ως ουσ. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. πιθ. τον 9. αι. (LBG)]
- 1) Aνέβασμα·
[Λεξικό Κριαρά]
- αναβάζω,
- βλ. ανεβάζω.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάβαθα1 [anávaθa] adv
- ① not deep down, shallow (adv) (syn άβαθα, ρηχά, ant βαθιά):
- δεν είχαμε πολύ χώμα, τους παραχώναμε ~ κι άρχισε η βρώμα, είπε ο στρατιώτης (Kazantz)
- ② in shallow measure, uncritically, superficially (syn επιπόλαια):
- γράφει ~ he wrote without deeper notions |
- σκέφτεσαι πολύ ~ |
- κάτι άγγιξε, μα επιπόλαια, ~ (Xenop)
[der of ανάβαθος, q.v.]
- ① not deep down, shallow (adv) (syn άβαθα, ρηχά, ant βαθιά):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανάβαθα2 [anávaθa] τα,
- shallow waters (syn άβαθα νερά, ανάβαθα νερά, τα αβαθή, τα ρηχά):
- κολυμπήσαμε στ' ~ |
- ψαρεύει στ' ~
[substantiv. n pl of ανάβαθος by ellipsis fr LMG ανάβαθα νερά (Erotokr)]
- shallow waters (syn άβαθα νερά, ανάβαθα νερά, τα αβαθή, τα ρηχά):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναβαθαίνω [anavaθéno] aor αναβάθυνα, subj αναβαθύνω
- ① trans dig or make sth shallow (syn ρηχεύω, ant βαθαίνω):
- αναβάθυνα το λάκκο
- ② intr become shallow (syn ρηχεύω):
- τα πηγάδια αναβάθυναν
[der of ανάβαθος]
- ① trans dig or make sth shallow (syn ρηχεύω, ant βαθαίνω):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναβαθμίζω [anavaθmízo] -ομαι Ρ2.1 : α.καθιστώ κτ. καλύτερο, ανεβάζω το ποιοτικό του επίπεδο δημιουργώντας τις κατάλληλες προϋποθέσεις: ~ μια περιοχή. β. τοποθετώ κπ. σε ιεραρχικά ανώτερη θέση από αυτή που κατείχε μέχρι τώρα: Ο υπουργός αναβαθμίστηκε στη νέα κυβέρνηση.
[λόγ. ανα- βαθμ(ίδ- δες βαθμίδα) -ίζω μτφρδ. αγγλ. upgrade]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναβάθμιση η [anaváθmisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναβαθμίζω. ANT υποβάθμιση: H ίδρυση πνευματικού κέντρου βοήθησε στην ~ της περιοχής. H ~ της παιδείας θα είναι το αποτέλεσμα ενός μακροχρόνιου σχεδιασμού.
[λόγ. αναβαθμι- (αναβαθμίζω) -σις > -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναβαθμολόγηση η [anavaθmolójisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναβαθμολογώ: Γραπτά που χρειάζονται ~.
[λόγ. αναβαθμολογη- (αναβαθμολογώ) -σις > -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναβαθμολογώ [anavaθmoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : επανεξετάζω τη βαθμολόγηση ενός κειμένου γραπτών εξετάσεων, σε περίπτωση που υπάρχει αμφισβήτηση για την ορθότητα της πρώτης βαθμολόγησης: Ορισμένα γραπτά πρέπει να αναβαθμολογηθούν.
[λόγ. ανα- βαθμολογώ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αναβαθμός ο [anavaθmós] Ο17 : 1.(λόγ.) σκαλοπάτι. 2. (αρχιτ.) α. καθεμιά από τις τρεις ή τέσσερις πλατιές βαθμίδες της κλίμακας που περιέβαλλε τους αρχαίους ναούς ή βωμούς. β. στα αρχαία θέατρα, καθεμιά από τις κλιμακωτά τοποθετημένες σειρές καθισμάτων. 3. (πληθ.) αντιφωνικά τροπάρια που ψάλλονται τις Kυριακές και τις γιορτές κατά τον όρθρο.
[λόγ. < αρχ. ἀναβαθμός]



