Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αμώνω1 [amóno] aor άμωσα (D)
  • rush against s.o., raise one's hand against s.o. (syn ξαμώνω):
    • άμωσε και πήρε μια πέτρα να τον χτυπήση (Dimitrakos)

[perh fr ξαμώνω as if latter were a cpd]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμώνω2 (incorrect sp.) s. ομόνω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες