Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμόλυντα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αμόλυντα [amólinda] adv
  • unpollutedly, taintlessly, purely (syn αμόλευτα)

[der of αμόλυντος; cf PatrG ἀμολύντως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες