Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμόκ το [amók] Ο (άκλ.) : αιφνίδια νευροψυχική διαταραχή που εκδηλώνεται με βίαιες πράξεις. || (επέκτ.) με υπερβολή: Εκεί που συζητούσαμε τον έπιασε ~ και άρχισε να ουρλιάζει.
[λόγ. < γαλλ. amok (από γλ. της Μαλαισίας)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμόκ [amók] το, indecl
- sudden criminal urge (murderous or other), frenzy, amok (syn μονομανία, παράκρουση, παραφροσύνη, φρενίτιδα):
- παθαίνω ~ run amok, e.g. έπαθε ~ και σκότωσε δέκα συναδέλφους του |
- με πιάνει ~, e.g τον έπιασε το ~ και άρχισε να πυροβολεί εναντίον του πλήθους |
- το ~ του αίματος |
- ένα είδος ανθελληνικού (αντιαμερικανικού, αντιευρωπαϊκού) ~ |
- το ~ σε περίοδο πολεμικών εξάρσεων |
- ελαύνονται από ~ αυτοεξευτελισμού |
- καταλαμβάνονται από το ~ του νοικοκυριού |
- ερωτικό ~ |
- διωκτικό ~ εναντίον του ζιγκολό |
- το κορμί του λογιέται και σειέται, λες και το δυναστεύει η αρρώστια η φοβερή, το "~", η παραφροσύνη των τροπικών (Panagiotop) |
- όταν οι αδυναμίες γίνονται το σταθερό ~, καταιγίδα που παρατείνεται όσο και η ζωή, τίποτε δεν είναι ικανό να συγκρατήσει τα φράγματα που υψώνεις για την αυτοάμυνά σου (Palaiologos)
[fr WEurop languages such as Fr or Eng amok ← Malay amoq]
- sudden criminal urge (murderous or other), frenzy, amok (syn μονομανία, παράκρουση, παραφροσύνη, φρενίτιδα):



