Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμφισημία η [amfisimía] Ο25 : (γλωσσ.) η διπλή σημασία που εμφανίζει στο λόγο μια λέξη, είτε από μόνη της είτε από τη σύνθεση ή τη σύνταξή της· δισημία. || (επέκτ.): H ~ των λόγων του.
[λόγ. αμφίσημ(ος) -ία απόδ. γαλλ. ambiguité ή αγγλ. ambiguity]



