Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αμφιλογία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμφιλογία η [amfilojía] Ο25 : λέξη, έκφραση ή φράση που επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες ή για την οποία ισχύουν διαφορετικές εκδοχές.

[λόγ. < αρχ. ἀμφιλογία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμφιλογία [amfiloyía] η, (L)
  • contestation, dispute (syn αμφισβήτηση 1):
    • ~ των λέξων, e.g. οι πιο σημαντικές λέξεις, οι πιο μεγάλες λέξεις παρουσιάζουν συστηματική ~ (Geros), τα παιδιά από τα πρώτα χρόνια και όσο μεγαλώνουν περισσότερο, γνωρίζουν την ~, τη διφορούμενη έννοια που έχουν οι λέξεις (id.) |
    • παρανοήσεις οφείλονται σε ~ (σκόπιμη ή τυχαία) (Stathis) |
    • ο λέκτης φροντίζει να μην υπάρχουν περιθώρια παρανοήσεων, εκτός βέβαια αν η ~ είναι θεληματική (id.) |
    • η σύγχρονη συζήτηση και η ~ γύρω από τα ζητήματα της δομικής ανάλυσης δείχνει ταυτόχρονα και τη ζωτικότητα των προβλημάτων (Dizikirikis) |
    • αμφιλογίες γύρω από τη λάρνακα, που την αποδίνουν μερικοί στον Aριστόδημο (Panagiotop) |
    • ο Σαίξπηρ πήρε τούτον το βασιλογιό, τον Άμλετ, και φύτεψε την ~ μέσα του (id.)

[fr K αμφιλογία AG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go