Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αμφιθεατρικά
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αμφιθεατρικά [amfiθeatriká] adv (L)
  • in the form of an amphitheater, amphitheatrically (syn αμφιθεατρικώς L):
    • η πόλη χτίστηκε ~ |
    • το χωριό είναι χτισμένο ~ |
    • μιά πολίχνη ~ χτισμένη |
    • η μικρή πολιτεία ~ απλωμένη ως την παραλία |
    • οι μαθητές του καθισμένοι ~ |
    • τα σπίτια ξεκινούν από το λιμάνι και σκαρφαλώνουν ~ στο λόφο (Varelas) |
    • η Λισαβώνα αποκαλύπτεται ~ απλωμένη πάνω στους εφτά της λόφους (Ouranis) |
    • η ρεματιά κλεισμένη ~ από αμμώδεις λόφους κι από ξεγδαρμένα βράχια (id.) |
    • σκάλες λένε οι ξοχαραίοι τις λουρίδες που χωρίζουν ~ τα χωράφια τους (Myriv) |
    • τα δίδυμα υψώματα του Πλατυβουνιού τα είχανε τυλίξει ~ με τρεις σειρές χαρακώματα και ολμοβολεία από ξερολιθιά (Terzakis)

[der of αμφιθεατρικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go