Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμφίστομη [amfístomi] η,
- large double-edged knife (syn δίκοπο μαχαίρι):
- στιλέτα, σουγιάδες, αμφίστομες, γιαταγάνια (Karagatsis) |
- ο αδελφός και βουλευτής τη στιγμή, που η ~ του μαχαιροβγάλτη βρίσκεται στα χέρια του εισαγγελέα, αυτός μιλά για ξύλινο χαρτοκόπτη (Palaiologos)
[fr MG αμφίστομος, substantiv. f of αμφίστομος μάχαιρα the adj being K, in -η perh after σπάθη; cf MG σπάθη αμφίστομος]
- large double-edged knife (syn δίκοπο μαχαίρι):



