Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αμυντικότητα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αμυντικότητα [amindikótita] η, (L)
  • ability to defend (syn άμυνα 2b):
    • η ~ του οργανισμού κατά νοσογόνων αιτίων (neol, der of αμυντικός
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go