Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμυντικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αμυντικά [amindiká] adv
  • w. regard to defense, defensively (ant επιθετικά):
    • η μεραρχία είχε ξεκαθαρίσει τη θέση, ήταν πια εγκατεστημένη πάνω της ~ (Terzakis)

[der of αμυντικός; cf K αμυντικώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες