Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμυλώδη [amiló∂i] τα, (L)
- starchy foods:
- χρήση αμυλωδών και σακχαρούχων αναλόγως της ηλικίας, σωματικής εργασίας και της εποχής του έτους (Katsigra) |
- τα όσπρια και τα ~ έκαιγαν από το πιπέρι, αχάλαστη μάρκα του μοναστηριού (Papantoniou)
[substantiv. pl n of αμυλώδης]
- starchy foods:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμυλώδης -ης -ες [amilóδis] Ε11 : που βασικό του συστατικό είναι το άμυλο: Aμυλώδεις καρποί.
[λόγ. άμυλ(ον) -ώδης μτφρδ. γαλλ. amylacé]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμυλώδης, -ης, -ες [amiló∂is] (L)
- farinaceous, starchy (syn αμυλούχος):
- ~ τροφή starchy food
[der of άμυλον]
- farinaceous, starchy (syn αμυλούχος):



