Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμυλοσάκχαρο το [amilosákxaro] Ο42 : (λόγ.) αμυλοζάχαρο.
[λόγ. αμυλο- + σάκχαρον μτφρδ. αγγλ.(;) starch sugar]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμυλοσάκχαρο [amilosákxaro] το, (L) chem
- dextrose (syn γλυκόζη)
[cpd w. σάκχαρον]



