Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμυλοζάχαρο το [amilozáxaro] Ο41 : ζάχαρο που βγαίνει από το άμυλο κυρίως της πατάτας ή του αραβόσιτου.
[λόγ. < αμυλοσάκχαρον με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το σάκχαρον > ζάχα ρο]



