Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμυδρά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αμυδρά [ami∂rá] adv (L)
  • ① dimly (syn θαμπά, μισοσκοτεινά):
    • το φεγγάρι φωτίζει ~ τα σοκάκια |
    • φώτα καντηλιών φώτιζαν ~ την πόλη |
    • το δωμάτιο φωτίζονταν ~ από μια λάμπα του πετρελαίου |
    • στο σύθαμπο, όπου απλωνόταν το πανόραμα της χώρας καθρεφτισμένο ~ στη θάλασσα, αρχίζαν να λάμπουνε φώτα (Xenop) |
    • ~ φωτίζεται ο ναός από μεγάλα χάρτινα φανάρια (Kazantz)
  • ② weakly, faintly, slightly (syn μόλις, πολύ λίγο):
    • βλέπει ~ |
    • ~ διακρίνει or ξεκρίνει |
    • τους θυμάμαι ~ |
    • αρχίζει το μάτι να διακρίνη ~ στο σκοτάδι τις εσοχές κ' εξοχές του σπηλαίου (Ouranis) |
    • στο βάθρο διατηρείται ~ η αναθηματική επιγραφή (Dakaris) |
    • ένας δρόμος της πόλης θυμίζει ~ τη Pόδο των Iπποτών (id.) |
    • ίσως μόνον ~ το υποπτεύθηκαν |
    • αντιλαμβανόμαστε ~ |
    • θέλουμε να καταλάβουμε, έστω κι ~ την καταγωγή της αισθητικής αγωγής (Moustoxydis) |
    • κάτω από τις λεπτές πτυχές του χιτώνα διαγράφονται ~, οι μορφές του γυμνού σώματος (Despinis) |
    • η ιδιοφυΐα του ηθοποιού διακρινότανε, αλλά πολύ ~ (Thrylos) |
    • η τέταρτη απόδειξη ανάγεται αμυδρότατα στον Iωάννη τον Δαμασκηνό (Kanellop) |
    • σ' ένα καθρέφτη ... αντιφεγγίζει ~ ο βασιλιάς και η βασίλισσα (Dizikirikis)
  • ③ vaguely, indistinctly (syn ασαφώς, δυσδιάκριτα):
    • ~ και αόριστα, e.g. όνειρα που τα ονειρεύουνταν ~ περασμένες γενιές ανθρώπων (Karantonis) |
    • τα σκεπτόνταν ίσως πιο ~, πιο αόριστα απ' ό,τι τα διερμηνεύουμε εδώ (Xenop) |
    • η συνήθεια αυτή διατηρήθηκε ~ στην παράδοση σαν ιστορία της Aταλάντης (Papachatzis) |
    • τα μάτια μου ξανοίγαν ~ έναν κόσμο εκείθε πέρα (Palam) |
    • άλλες σελίδες μου σημειώνουν το πέρασμα του Oυγκώ ζωηρότερα ή αμυδρότερα (id.) |
    • poem μέσα στη μνήμη μου ~ | γυρίζει ακόμα ο ήλιος (Vrettakos)

[der of αμυδρός; cf also αμυδρώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες