Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αμυγδαλωτός, επίθ.
-
- Που έχει σχήμα αμυγδάλου:
- κούπες αμυγδαλωτές (Πεντ. Έξ. XXXVII 20).
[<ουσ. αμύγδαλον + κατάλ. ‑ωτός. H λ. και σήμ.]
- Που έχει σχήμα αμυγδάλου:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμυγδαλωτός -ή -ό [amiγδalotós] Ε1 : 1.που έχει σχήμα αμύγδαλου: Mάτια αμυγδαλωτά. 2. που περιέχει αμύγδαλα: Kουφέτα αμυγδαλωτά. || (ως ουσ.) το αμυγδαλωτό, γλυκό από ψίχα αμύγδαλου ζυμωμένη με αλεύρι, ζάχαρη και ανθόνερο.
[μσν. αμυγδαλωτός < αμύγδαλ(ο) -ωτός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμυγδαλωτός, -ή, -ό [amiγ∂alotós] (& region. less freq μυγδαλωτός)
- ① containing, or made w. almonds (syn αμυγδαλάτος 1):
- αμυγδαλωτό γλύκισμα
- ② having the shape of, or being like, an almond, almond-shaped, almond-like (syn in αμυγδαλάτος 2):
- αμυγδαλωτό μάτι, e.g. η θαυμάσια απόδοση του αμυγδαλωτού ματιού (Daffa-N) |
- μάτια αμυγδαλωτά or αμυγδαλωτά μάτια almond eyes (syn μάτια αμυγδαλάτα) χωριατοπούλα με μεγάλα μυγδαλωτά μάτια (Myriv) |
- έχει τα μάτια τ' αμυγδαλωτά, τα σκιστά και τα φιλήδονα χείλη (Panagiotop) |
- το ωοειδές ή αμυγδαλωτό ηχείο του μπουζουκιού (IPetrop) |
- το σχήμα των ωοθηκών είναι συνήθως αμυγδαλωτό (Louros) |
- folks. τα χείλη τ' αμυγδαλωτά να 'ναι σαν το μερτζάνι (Peloponn)
[fr MG αμυγδαλωτός, der of αμύγδαλον w. suff -ωτός]
- ① containing, or made w. almonds (syn αμυγδαλάτος 1):



