Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμυγδαλωτό
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Γεωργακά]
αμυγδαλωτό [amiγ∂alotó] το, (& less freq μυγδαλωτό)
  • small almond cake or cookie, produced regionally (Athens, Cycl, Crete etc):
    • πετυχημένα αμυγδαλωτά |
    • εψήσαμε δυο λαμαρίνες αμυγδαλωτά |
    • στην παραλία της Mυκόνου ζαχαροπλαστεία με σπεσιαλιτέ |
    • παγωτό και αμυγδαλωτά (Varelas) |
    • σε σκοπελίτικο σπίτι τρατάρουν τον ξένο γλυκό δαμάσκηνο, που το λένε χαμαλιά, ένα είδος αμυγδαλωτού τυλιγμένο σε ανθοζάχαρη (id.)

[substantiv. n of αμυγδαλωτός]

[Λεξικό Κριαρά]
αμυγδαλωτός, επίθ.
  • Που έχει σχήμα αμυγδάλου:
    • κούπες αμυγδαλωτές (Πεντ. Έξ. XXXVII 20).

[<ουσ. αμύγδαλον + κατάλ. ωτός. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμυγδαλωτός -ή -ό [amiγδalotós] Ε1 : 1.που έχει σχήμα αμύγδαλου: Mάτια αμυγδαλωτά. 2. που περιέχει αμύγδαλα: Kουφέτα αμυγδαλωτά. || (ως ουσ.) το αμυγδαλωτό, γλυκό από ψίχα αμύγδαλου ζυμωμένη με αλεύρι, ζάχαρη και ανθόνερο.

[μσν. αμυγδαλωτός < αμύγδαλ(ο) -ωτός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμυγδαλωτός, -ή, -ό [amiγ∂alotós] (& region. less freq μυγδαλωτός)
  • ① containing, or made w. almonds (syn αμυγδαλάτος 1):
    • αμυγδαλωτό γλύκισμα
  • ② having the shape of, or being like, an almond, almond-shaped, almond-like (syn in αμυγδαλάτος 2):
    • αμυγδαλωτό μάτι, e.g. η θαυμάσια απόδοση του αμυγδαλωτού ματιού (Daffa-N) |
    • μάτια αμυγδαλωτά or αμυγδαλωτά μάτια almond eyes (syn μάτια αμυγδαλάτα) χωριατοπούλα με μεγάλα μυγδαλωτά μάτια (Myriv) |
    • έχει τα μάτια τ' αμυγδαλωτά, τα σκιστά και τα φιλήδονα χείλη (Panagiotop) |
    • το ωοειδές ή αμυγδαλωτό ηχείο του μπουζουκιού (IPetrop) |
    • το σχήμα των ωοθηκών είναι συνήθως αμυγδαλωτό (Louros) |
    • folks. τα χείλη τ' αμυγδαλωτά να 'ναι σαν το μερτζάνι (Peloponn)

[fr MG αμυγδαλωτός, der of αμύγδαλον w. suff -ωτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες