Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμυγδαλοσκελίδα [amiγ∂aloscelí∂a] η, (& μυγδαλοσκελίδα)
- almond kernel (syn αμυγδαλόψιχα):
- άστραφταν τα δόντια του σαν άσπρες μυγδαλοσκελίδες (Myriv)
[cpd w. σκελίδα]
- almond kernel (syn αμυγδαλόψιχα):



