Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμυγδαλίτσα [amiγ∂alítsa] η, (& μυγδαλίτσα)
- little almond tree:
- έχω δυο αμυγδαλίτσες στο χωράφι μου |
- άι, άι, σπιτάκι με τη χαμηλή σκεπή κι αυλούλα με τους βασιλικούς και κήπε με τις μυγδαλίτσες (Athanasiadis-N) |
- poem κ' η ~ η νιόνυφη | παρακαλεί και λέει (Agras) |
- η κοντούλα η ανθισμένη | μυγδαλίτσα σε κοιτά (Tsiakos)
[der of αμυγδαλιά w. suff -ίτσα; cf MG αμυγδαλίτσι 'little almond']
- little almond tree:



