Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμυγδαλέλαιον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αμυγδαλέλαιον το.
  • Έλαιο που εξάγεται από αμύγδαλα:
    • (Oρνεοσ. 5814).

[μτγν. ουσ. αμυγδαλέλαιον. H λ. και σήμ. (ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες