Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αμυγδαλέλαιον το.
-
- Έλαιο που εξάγεται από αμύγδαλα:
- (Oρνεοσ. 5814).
[μτγν. ουσ. αμυγδαλέλαιον. H λ. και σήμ. (‑ο)]
- Έλαιο που εξάγεται από αμύγδαλα:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μτγν. ουσ. αμυγδαλέλαιον. H λ. και σήμ. (‑ο)]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |