Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αμυγδαλέα η.
-
- Aμυγδαλιά:
- (Παϊσ., Iστ. Σινά 169).
[μτγν. ουσ. αμυγδαλέα. H λ. και σήμ. ιδιωμ. (IΛ, λ. ‑εά)]
- Aμυγδαλιά:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μτγν. ουσ. αμυγδαλέα. H λ. και σήμ. ιδιωμ. (IΛ, λ. ‑εά)]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |