Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμυγδαλάκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αμυγδαλάκι [amiγ∂aláci] το, (& μυγδαλάκι)
  • ① little almond:
    • η φραγκόκοτα ... είχε ένα αστείο λοφίο στο κεφάλι της που έμοιαζε με πράσινο, αξεφλούδιστο μυγδαλάκι (Angeloglou) |
    • folks. μάζευε τ' αμυγδαλάκια | κ' έπαιζε με τα πουλάκια (DPetrop) |
    • poem πως θα 'θελα να μπόρια να μασήσω |... σα φρέσκα μυγδαλάκια τραγανά (Myrtiotissa)
  • ② pl αμυγδαλάκια τα, lymph nodes of the neck (syn ελιές)

[der of αμύγδαλο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες