Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμυαλοσύνη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμυαλοσύνη η [amnalosíni] Ο30α : (προφ.) η ιδιότητα του άμυαλου· αμυαλιά.

[άμυαλ(ος) -οσύνη]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμυαλοσύνη [amjalosíni] η,
  • brainlessness (syn in αμυαλιά 1):
    • και γελούνε σα να 'τανε εκείνοι που εξορίσανε για την αμυαλοσύνην των αρχώνε, που νομίζουνε ότι, αν εξορίσουνε τους αρχηγούς, θα ησυχάσουνε (Ioannou, Karangiozis)

[der of άμυαλος2 w. suff -σύνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες