Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αμπόδεμα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αμπόδεμα [ambó∂ema] το, (& απόδεμα & μπόδεμα)
  • ① folk belief act of magic, binding by magic knots, charm through which sexual dysfunction of a newly wed man is achieved (syn δέσιμο, ant ξαπόδεμα):
    • του 'χουν κάμει ~ |
    • γιάτρευε το μπόδεμα και το μάτιασμα (Palam) |
    • το ~ και το λύμα του (Karkavitsas) |
    • ευλογεί ο Θεός τον άνδρα και την γυναίκα και τα παιδιά σας και δεν σας κολλά κανένα κακόν πράγμα |
    • μήτε αμποδέματα μήτε γητεύματα μήτε κανένα (Sardelis)
  • ② difficult situation, problem:
    • δεν απομένουν παρά μερικές ύστατες προσπάθειες να γίνουν με την ελπίδα μήπως λυθεί το ~ του Tεπελενιού (Terzakis) |
    • κάποιος δαίμονας χαιρέκακος λες και με παραμόνευε από γεννησιμιού, δεμένος στη σκιά μου· δεν το 'σπασα ποτέ τούτο τ' ~ (id.) |
    • poem στρίγγλες με τ' άγια στριγγλοβότανα, με τ' αμποδέματά σας (Kazantz Od 2.960)

[der of αμποδένω bes αποδένω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go