Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμπραγιάζ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμπραγιάζ το [ambrajáz] Ο (άκλ.) : αποσυμπλέκτης αυτοκινήτου, ο οποίος διακόπτει τη σύνδεση της μηχανής με τις ρόδες· ντεμπραγιάζ.

[λόγ. < γαλλ. embra yage]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμπραγιάζ [ambrayáz] το, (& αμπραγιάζι) indecl, car
  • clutch (syn L συμπλέκτης [ταχυτήτων], ant ντεμπραγιάζ):
    • κάρτερ του ~ clutch casing |
    • δίσκος του ~ (clutch) disk, plate |
    • αφήνω το ~ να πατινάρει slip the clutch |
    • το ~ τρίζει, όταν γίνεται σύμπλεξη ή αποσύμπλεξη the clutch chatters when engaged or disengaged (Vardakos)

[fr Fr embrayage 'id.']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες