Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμποδένω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αμποδένω [ambo∂éno] &, ποδένω, aor αμπόδεσα, pass αμποδένομαι, ppp αμποδεμένος
  • ① by magic render the sexual act of newlyweds impossible or cause sexual disfunction for a man (syn δένω, ant ξαποδένω):
    • αμπόδεσαν το γαμπρό και τη νύφη |
    • τ' αντρόγυνο ήταν αμποδεμένο |
    • το έχουν αμποδεμένο το νιόγαμπρο |
    • οι μάγισσες κάνουν κρυφολείτουργο ν' αμποδέσουν τον καπετάνιο (Prevelakis)
  • ⓐ bring about a malfunction of some kind, put in bad condition:
    • τρέμω σύγκορμος· κάτι μ' έχει αμποδέσει, ν' απλώσω χέρι δεν μπορώ, η γλώσσα μου παρέλυσε (Terzakis)
  • ⓑ region. (IonIsl, Epir, Peloponn, Cycl, Samos etc) ward off w. magic acts, such things as illness, harmful animals, birds, insects (syn αποδιώχνω):
    • incantation αποδένω τον σπουργίτη, τον αρίτη, τον κοκκινοποδαρίτη (Zak)
  • ② impede (near-syn δυσκολεύω):
    • δυσκολευόταν ν' απαντήσει, του έλειπε η ικανότητα να διατυπώσει την απάντηση, πάλεψε για ώρα, όμως δε μπόρεσε να σπάσει τον κλοιό της συμβατικής, καθιερωμένης γλώσσας, που τον αμπόδενε

[fr MG αποδένω (cf αποδεμένος, s. αμποδεμένος) ← AG ἀποδῶ (-έω) w. folket of εμποδίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες