Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπερώριο [amberório] το, electr
- ampere-hour (AH) (syn ωριαίο αμπέρ, ΩA)
[fr Fr ampère-heure]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπερωριόμετρο [amberoriómetro] το, electr
- ampere-hour meter
[cpd of αμπερώριο & μέτρον]



