Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμπερόμετρο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμπερόμετρο το [amberómetro] Ο41 : (φυσ.) όργανο για τη μέτρηση της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος σε αμπέρ.

[λόγ. < γαλλ. ampèremètre (-mètre = -μετρον) με ανάπτ. -ο- κατά τα άλλα σύνθ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμπερόμετρο [amberómetro] το, electr, car
  • current meter, amperemeter, ammeter:
    • ~ κεραίας amperemeter |
    • το ~ δείχνει την ένταση του ρεύματος |
    • αν το ~ δείχνη απώλεια, πατάμε κλάξον και μίζα, για να δούμε αν δουλεύουν (Vardakos)

[fr Fr ampèremètre]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες