Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμπελώνας
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμπελώνας ο [ambelónas] Ο2 : μεγάλη έκταση γης φυτεμένη με αμπέλια: Συνεταιριστικοί αμπελώνες.

[λόγ. < αρχ. ἀμπελών, αιτ. -ῶνα (πρβ. μσν. αμπελώνας)]

[Λεξικό Κριαρά]
αμπελώνας ο· αμπελώνα η.
  • Aμπελώνας:
    • πούληση … γης ή αμπελώνας (Ασσίζ. 10410).

[<αρχ. ουσ. αμπελών. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμπελώνας [ambelónas] ο, (& L αμπελών)
  • ① vine plantation, vineyard (syn in αμπέλι 1):
    • αξιόλογοι or θαυμάσιοι αμπελώνες, απέραντοι αμπελώνες |
    • ο ~ της Kορινθίας, οι αμπελώνες της Aττικής |
    • πλαγιές και πεδιάδες κατάφυτες από ελιές και αμπελώνες |
    • εύφοροι αγροί και αμπελώνες και σπαρμένα χωράφια |
    • αμπελώνες που βγάζουν μαύρα κι άσπρα χυμώδη σταφύλια |
    • εκτάσεις που άλλοτε πρέπει να εστάθηκαν αμπελώνες σήμερα είναι πάλι χέρση η γη (Floros) |
    • οι περίφημοι αμπελώνες της Kλεοπάτρας (στην Aίγυπτο) (Ouranis) |
    • poem τότες που επίστρεφες από αμπελώνα | παράκαιρα (Papatsonis)
  • ② meton αμπελών ο, Christian Church:
    • αυτός πρώτος είδε το ψέμα κι αγωνίζεται να καθαρίσει τον αμπελώνα του Kυρίου απ' όλα τ' αγκάθια και τα φαρμακερά βότανα (Bastias)
  • ⓐ Christian flock

[fr MG αμπελώνας ← K (freq in pap), PatrG ← AG ἀμπελών]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες