Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπελόφυτο [ambelófito] το, region.
- ① cutting planted for a new vine
- ② vine, Vitis vinifera (syn in αμπέλι 1)
- ③ vine plantation, vineyard (syn in αμπέλι 2):
- τ' αμπελόφυτα στις πλαγιές κάνουν το καλό κρασί
[fr MG αμπελόφυτον, cpd w. φυτόν]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπελόφυτος, -η, -ο [ambelófitos] (L)
- planted w. vines (syn αμπελοφυτεμένος, κατάφυτος με αμπέλια):
- αμπελόφυτη περιοχή, ~ τόπος (syn αμπελότοπος 2) αμπελόφυτη γη, αμπελόφυτες πλαγιές |
- από την ζώνην έως κάτω αμπελόφυτο πλάγι (Polylas) |
- η χώρα του κρασιού, αμπελόφυτη όλη, η Προβηγκία (Panagiotop)
[fr K ἀμπελόφυτος (LK pap ἄρουρα -ος)]
- planted w. vines (syn αμπελοφυτεμένος, κατάφυτος με αμπέλια):



