Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπελότοπος [ambelótopos] ο,
- ① area comprising vineyards region. (IonIsl, Peloponn, Thrace etc):
- poem εκεί του δίναν χτήμα πάγκαλο ..., | πενήντα στρέμματα, ~ να 'ν' το μισό και τ' άλλο | να το χωρίσει ... χωράφια να το κάνει (Homer Il 9.579 Kaz-Kakr)
- ⓐ area formerly a vineyard (syn αμπελιά 2)
- ② soil fit for planting vines (syn αμπελόφυτος τόπος, αμπελόφυτη γη; cf. αμπελοχώραφο 1):
- στην πλαγιά είναι καλός ~ |
- πήρε μερικά στρέμματα αμπελότοπο προίκα |
- αποφασίσανε να δουλέψουνε κ' οι ίδιοι και να φυτέψουν έναν αμπελότοπο, που τους έμεινε από συμπεθερική κληρονομιά (Nikolaidis)
[fr MG αμπελότοπος, cpd w. τόπος]
- ① area comprising vineyards region. (IonIsl, Peloponn, Thrace etc):



