Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμπελόκλημα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αμπελόκλημα [ambelóklima] το,
  • ① grapevine (syn in αμπέλι 1):
    • ανασκάφτοντας για να φυτέψει αμπελοκλήματα ηύρε πολλά αρχαία (Floros) |
    • άλλοτε οι λαχίδες αυτές ήταν καταπράσινες από τα αμπελοκλήματα (id.) |
    • το ~ της ρομπόλας ευδοκιμεί μόνο στην Kεφαλλονιά, στην περιοχή της Λανούς ... και δίνει το νόστιμο ομώνυμο κρασί (id.) |
    • poem κι αν θάνατος ... | παραμονεύει για να σου κλαδέψει | σαν ~ γεμάτο από τζαμπιά, | τη νιότη σου Aχιλλέα ... (Skipis)
  • ② branch of grapevine (syn in αμπελόβεργα):
    • δεν είχε καρφιά, έφτιασε ξύλινα· δεν είχε ξάρτια, τα σκάρωσε κι αυτά από αμπελοκλήματα πλεχτά (Charis)

[fr MG αμπελόκλημα, cpd of άμπελος f & κλήμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες