Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμπελόκηπος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αμπελόκηπος [ambelócipos] ο,
  • ① estate consisting of vineyard and garden
  • ② pl αμπελόκηποι οι, vineyards and gardens:
    • είχε μερικά στρέμματα αμπελόκηπους

[fr MG αμπελόκηπος, cpd of αμπέλιν & κήπος; cf MG cpd αμπελοκηποπεριβόλιον; pl αμπελόκηποι in sense 2 cpd of αμπέλια & κήποι (cf αμπελοχώραφα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες