Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμπελόβεργα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αμπελόβεργα [ambelóverγa] η,
  • branch of a grapevine (syn αμπελοκλάδι 1, αμπελόκλημα 2, βέργα, κληματόβεργα)

[cpd of αμπέλι & βέργα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες