Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμπελοχώραφο το [ambeloxórafo] Ο41 : χωράφι που είναι κατάλληλο για αμπέλι ή που είναι φυτεμένο με κλήματα.
[αμπελο- + χωράφ(ι) -ο]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπελοχώραφο [ambeloxórafo] το, region. (Epir,
- IonIsl, Sterea, Cycl, Chios, Thrace etc)
- ① field fit for planting of vines, fit for a vineyard (cf αμπελότοπος 2):
- αυτό το μέρος είναι ~
- ② vineyard neglected and uncultivated (Epir, Thrace)
[fr MG αμπελοχώραφον, cpd of αμπέλιν & χωράφιν]



