Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αμπελοχώραφα
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμπελοχώραφα τα [ambeloxórafa] Ο41 : αμπέλια και χωράφια μαζί και γενικά η αγροτική περιουσία κάποιου: Πούλησε όλα τ΄ αμπελοχώραφά του. ΠAΡ Έλα, παππού (μου), να σου δείξω τ΄ αμπελοχώραφά σου, όταν συμβουλεύω κπ. για ένα θέμα που εκείνος το ξέρει καλύτερα.

[αμπελο- + χωράφ(ια) -α, ουδ. πληθ. του -ο]

[Λεξικό Κριαρά]
αμπελοχώραφα τα.
  • Aμπέλια και χωράφια· (γενικ.) κτήματα:
    • ούτε πράγμα είχασιν, … ούτε αμπελοχώραφα (Hist. imp. 14).

[<ουσ. αμπέλια + χωράφια. Εν. ον το 12. αι. και στο Somav. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμπελοχώραφα [ambeloxórafa] τα,
  • sum total of fields and vineyards (syn αμπέλια και χωράφια):
    • μποστάνια κι ~ |
    • πουλάει τ' αμπελοχώραφά του |
    • από τ' αμπελοχώραφά σου με διώχνεις; (when one is forbidden by s.o. who does not own the place himself) |
    • τ' αμπελοχώραφά μου θα μου κατασχέσει; (said by s.o. who owns no estate) |
    • prov έλα, παππού (μου), να σου δείξω τ' αμπελοχώραφά σου one gives advice to an experienced person who knows more than he, Eng go and teach your grandma to suck eggs |
    • κατόρθωσαν να φυτέψουν ~ (Karkavitsas) |
    • βάλανε φωτιά στις θυμωμιές, στ' ~ των καλογέρων (Petsalis) |
    • οι πιστοί ραντίζουνε τ' ~ με τον αγιασμό (Prevelakis) |
    • folks. σύρτε να τα μοιράσετε τ' αμπελοχώραφά σας (Epir) |
    • poem τι ξένοι ανθρώποι θα του πάρουνε τ' αμπελοχώραφά του (Homer Il 22.489 Kaz-Kakr)

[cpd of αμπέλια & χωράφια; cf αμπελοπερίβολα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go