Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμπελοφιλόσοφος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμπελοφιλόσοφος ο [ambelofilósofos] Ο19 : αυτός που αναπτύσσει θεωρίες με σοβαροφανή και κοινότοπα επιχειρήματα.

[λόγ. αμπελο- + φιλόσοφος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμπελοφιλόσοφος [ambelofilósofos] ο, η, (L)
  • inferior or cheap philosopher:
    • ανάξιοι αντίπαλοι κατηγορούν τον τάδε ως αμπελοφιλόσοφο

[cpd w. φιλόσοφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες