Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αμπελουργία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμπελουργία η [ambelurjía] Ο25 : κλάδος της γεωπονίας που ασχολείται με τη μελέτη της αμπέλου, δηλαδή με τη βελτίωση των διάφορων ειδών, τη θεραπεία των ασθενειών κτλ. || καλλιέργεια της αμπέλου.

[λόγ. < ελνστ. ἀμπελουργία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμπελουργία [ambeluryía] η, (L)
  • vine-growing, vine-dressing, viticulture (syn in αμπελοκαλλιέργεια):
    • ο θεός Διόνυσος συνδέεται με τις γιορτές της αμπελουργίας |
    • έδρα αμπελουργίας |
    • εργαστήριο αμπελογραφίας και αμπελουργίας

[fr K, PatrG ἀμπελουργία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go