Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπελοτόπι [ambelotópi] το,
- ① area comprising vineyards
- ② soil fit for planting vines:
- καλό ~
[fr MG αμπελοτόπιον, der of MG αμπελότοπος; cf ByzG κατατόπιον, μυλοτόπιον, ερειποτόπιον and (pap, ByzG) τόπιον]



