Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμπελοπούλι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αμπελοπούλι [ambelopúli] το, orn
  • bird living in vineyards
  • ① the buntings, Emperiza melanocephala (blackheaded bird) and E. hortulana (ortulan) (syn αμπελουργός 2, αμπελοφάγος 2, κρασοπούλι, μεθύστρα)
  • ② golden oriole, Oriolus oriolus (syn κιτρινοπούλι, συκάς, συκοφάγος)
  • ③ chatterer, the waxwing, Bombycilla garrula (syn αμπελίδα 2)

[fr MG *αμπελοπούλλιν (cf mod. Cypr αμπελοπούλλιν), cpd w. πουλλίν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες