Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμπελοκαλλιεργητής ο [ambelokalierjitís] Ο7 : καλλιεργητής αμπελιών.
[λόγ. αμπελο- + καλλιεργητής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπελοκαλλιεργητής [ambelokalieryitίs] ο, (L)
- vine grower, viticulturist (syn αμπελοκόμος, αμπελουργός)
[cpd w. καλλιεργητής]



