Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αμπελικός ο.
-
- Aυτός που ασχολείται με την καλλιέργεια του αμπελιού, αμπελουργός:
- ζημίαν ου κάμνω … τον αμπελικόν εις κτήμα ή εις σταφύλιν (Πουλολ. 514).
[αρσ. του αρχ. επιθ. αμπελικός ως ουσ. H λ. το 12. αι. (LBG) και σήμ. ιδιωμ.]
- Aυτός που ασχολείται με την καλλιέργεια του αμπελιού, αμπελουργός:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπελικός [ambelikós] ο, region. (Athos,
- Maced, Crete etc)
- ① vinedresser (syn in αμπελουργός 1)
- ② vineyard warden (syn in αμπελοφύλακας):
- gnom ~ και κηπουρός τρεις μήνες η χαρά του (Crete)
- ⓐ field warden (syn δραγάτης) (Crete etc and Prevelakis):
- έκοψε μερικά μήλα ... Στην καλύβα βρήκε γεμάτο το σταμνί του αμπελικού, ποτίστηκε κλ (Prevelakis)
[fr MG αμπελικός 'vineyard dresser', substantiv. m of K adj ἀμπελικός]



