Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμπελιάτικο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αμπελιάτικο [ambeljátiko] το, region. (Sterea,
  • Peloponn, Cycl)
  • ① pay of vineyard warden
  • ② pl αμπελιάτικα τα, wages for vineyard workers:
    • πλήρωσα πολλά αμπελιάτικα και δε συμφέρει
  • ③ sg or pl, tax on vineyards:
    • ως προς το κρασί ή τον μούστο εισέπραττε κατά στρέμμα το λεγόμενο ~ (Vacalop)

[der of αμπέλι w. suff -άτικο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες