Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αμπελιά
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αμπελιά [ambeljá] η, (sp. also αμπελειά) region. (Sterea,
  • Cycl, Cypr etc)
  • ① vine (syn in αμπέλι 1):
    • ένα αμπέλι με εκατό αμπελιές
  • ② area formerly a vineyard (syn αμπελότοπος 1b, αλλοτινή αμπελοφυτεία):
    • ο τόπος τούτος ήταν ~

[fr AG ἀμπελεία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμπελιάτικο [ambeljátiko] το, region. (Sterea,
  • Peloponn, Cycl)
  • ① pay of vineyard warden
  • ② pl αμπελιάτικα τα, wages for vineyard workers:
    • πλήρωσα πολλά αμπελιάτικα και δε συμφέρει
  • ③ sg or pl, tax on vineyards:
    • ως προς το κρασί ή τον μούστο εισέπραττε κατά στρέμμα το λεγόμενο ~ (Vacalop)

[der of αμπέλι w. suff -άτικο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go