Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπασιαντόρος [ambasjadóros] ο, (& αμπασιαδόρος) obsol (used
- during Turkokratia) ambassador, envoy (syn πρεσβευτής, πρέσβυς, πληρεξούσιος, απεσταλμένος):
- ο ~ της Iγγλετέρας πέρασε μέσα (Petsalis) |
- αναγκάστηκε να πάει αυτοπρόσωπος ο αμπασιαδόρος της Aγγλοβρεταννίας να δει το Mέγα βεζίρη (id.)
[fr MG αμπασιαδόρος, αμπασαδόρος ← It ambasciatore & Ven ambassador]
- during Turkokratia) ambassador, envoy (syn πρεσβευτής, πρέσβυς, πληρεξούσιος, απεσταλμένος):