Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπασάδα [ambasá∂α] (& [abasá∂a]) η, region. (Cycl, Crete)
- minor and easy work or service, errand (syn δουλειά, θέλημα):
- κάμε μου, να σε χαρώ, μιαν ~ |
- θα σε στείλω σε μιαν ~
[fr LMG αμπασάδα ← Ven ambassada ← It ambasciata]
- minor and easy work or service, errand (syn δουλειά, θέλημα):